ἀφέσεως

ἀφέσεως
ἀφέσεω̆ς , ἄφεσις
letting go
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Юбилей древнееврейский праздник — древнееврейский праздник. По библейскому повествованию, закон о Ю. [Название юбилей , общепринятое у нас, служит передачей не библейского собственно, а латинского слова jabilaeus, заключающего в себе мысль о радостном восклицании. Ветхозаветное… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Юбилей, древнееврейский праздник — древнееврейский праздник. По библейскому повествованию, закон о Ю. [Название юбилей , общепринятое у нас, служит передачей не библейского собственно, а латинского слова jabilaeus, заключающего в себе мысль о радостном восклицании. Ветхозаветное… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • PHAENINDA aliis PHENINDA — ludi apud Romanos genus, viris valde accommodatum, ut docet Clem. Alexandrin. l. 3. Paedag. c. 10. ubi inter alia ait, Οἶδα καὶ σφαίρῃ τῇ μικρᾷ παιζόντων τὴν φενίνδα παιδιὰν εν ἡλίῳ μάλιςτα, Alii autem parvâ quoque pilâ ludunt eô ludô, quem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… …   Dictionary of Greek

  • ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά …   Dictionary of Greek

  • ιήιος — ἰήϊος, ον, θηλ. και ἰηΐα (Α) 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ἰήϊος επίθ. τού Απόλλωνος, τού θεού τον οποίο επικαλούνταν οι λάτρεις του με την κραυγή ἰὴ ή ἰὴ παιών, ἰὴ παιάν 2. επίπονος, θλιβερός, λυπηρός 3. φρ. «ἰήϊος βοά» και «ἰήϊος γόος» κραυγή… …   Dictionary of Greek

  • κρουνίσκος — κρουνίσκος, ὁ (Α) 1. κρουνίον* 2. ο μικρός σωλήνας τής κλεψύδρας («ἐν ἀρχῇ τῆς ἀφέσεως τοῡ κρουνίσκου ἐκέλευον τὸν ῥήτορα λέγειν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρουνός + υποκορ. κατάλ. ίσκος] …   Dictionary of Greek

  • Ηρακλείδης — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας των Ελλήνων που κατοικούσαν στα Μύλαδα της Καρίας (αρχές 6ου – μέσα 5ου αι. π.Χ.). Όταν έγινε η επανάσταση των ιωνικών πόλεων το 489 π.Χ, ο Η. τέθηκε επικεφαλής των επαναστατών, κυρίευσε την οδό προς τα… …   Dictionary of Greek

  • ЕПИФАНИЙ (ФЕОДОРОПУЛОС) — [греч. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος; в миру Этеоклис] (27.12.1930, Вурнази, ныне ном Месиния, Греция 10.11.1989, Афины), пресв., архим., церковный писатель, публицист и богослов. Е. Ф., окончил начальную школу в г. Каламе (ныне Каламата). В 1949 г.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”